Κρόνιον — Κρόνιος of Cronos masc acc sg Κρόνιος of Cronos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π … Dictionary of Greek
CRONIUM seu CHRONIUM mare — CRONIUM, seu CHRONIUM mare nonnullis Concretum, vel Congelatum appellatur. Plin. l. 4. c. 13. Dionys. Πόντον μιν καλέουσι πεπηγότα τε Κρόνιόν τε. Apolloniustamen, in Argonauticis, Croniummare pro Adriatico posuit (si Interpreti eius credemus)… … Hofmann J. Lexicon universale
Kronoshügel — Der Kronoshügel (griechisch Κρόνιον) ist eine Erhebung nördlich des Heiligtums von Olympia. An seinem südwestlichen Ausläufer, dem Gaion, lagen die ältesten Heiligtümer von Olympia, die der Gaia und der Themis. Kategorien: PeloponnesArchea… … Deutsch Wikipedia
ОЛИМПИЯ — • Olympĭa, η̉ Όλυμπία, первоначально площадь, принадлежащая к храму перед воротами Писы в Элиде в том месте, где Клодей (или Кладаос) вливается в Алфей. После разрушения Писы, в 641 г., элейцы не позволили возникнуть здесь новому… … Реальный словарь классических древностей
ЭЛИДА — • Elis, Ήλις или Ήλεία, на местном диалекте Валис, Валея, Fα̃λις, Fαλεία, «низменность», западная область Пелопоннеса, граничила на севере с Ахайей, на востоке во всю длину с Аркадией, на юг с Мессенией, на западе с Ионийским морем и… … Реальный словарь классических древностей
HYPERBOREI populi — et montes, qui et Riphaei, ultra Scythiam, teste Arist. Virg. Georg. l. 3. v. 196. et 381. Vett. hos circa Tanais fluv. fontes describunt, cum ibi maxima sit planities. Argumenti ratio postulat (inquit H. Iacobius) ut in Hyperboreorum sedes… … Hofmann J. Lexicon universale
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… … Dictionary of Greek